φιλίατρος

φιλίατρος
φιλίατρος
friend of the art of medicine
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλιατρός — και φιλοΐατρος, ον, Α αυτός που αγαπά την ιατρική τέχνη. επίρρ... φιλιάτρως Α με αγάπη για την ιατρική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἰατρός] …   Dictionary of Greek

  • φιλιάτρω — φιλίατρος friend of the art of medicine masc/fem/neut nom/voc/acc dual φιλίατρος friend of the art of medicine masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλιάτρως — φιλίατρος friend of the art of medicine adverbial φιλίατρος friend of the art of medicine masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλιάτροις — φιλίατρος friend of the art of medicine masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλιάτροισιν — φιλίατρος friend of the art of medicine masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλιάτρους — φιλίατρος friend of the art of medicine masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλιατρώ — έω, [φιλίατρος] είμαι φιλίατρος*. αγαπώ την ιατρική τέχνη …   Dictionary of Greek

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

  • φιλοΐατρος — ον, Α βλ. φιλίατρος …   Dictionary of Greek

  • Δαμοκράτης — (1ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος γιατρός, που ονομάστηκε Σερβίλιος επειδή ήταν απελεύθερος του Σερβιλίου οίκου. Ο Πλίνιος και ο Γαληνός τον εγκωμίαζαν. Έγραψε πολλά έργα σε ιαμβικούς στίχους: Φιλίατρος, Πυθικός κ.ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”